Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

« Ποιος θυμάται τους Αρμένιους;»



Θ. Μαλκίδης 

«Ποιος θυμάται τους Αρμένιους; Η Γενοκτονία των Αρμενίων» 

«Who, after all, speaks today of the annihilation of the Armenians? The Armenian Genocide»

«Wer redet heute noch von der Vernichtung der Armenier?Armenian Genozid»

«Ermeni soykırımın» 

«Հայերեն Հայոց ցեղասպանության» 

«Геноцид армян»


Η φράση του Χίτλερ «Ποιος θυμάται τους Αρμένιους;»  είναι η επιβεβαίωση ότι το έγκλημα των  Νεότουρκων και των Κεμαλικών εναντίον των Αρμενίων, των Ελλήνων και των άλλων λαών δεν τιμωρήθηκε, άρα μπορεί να επαναληφθεί. Και όντως έτσι έγινε εναντίον των λαών που βίωσαν τα διαστροφικά εγκλήματα των Ναζί. 

Η Γενοκτονία των Αρμενίων, μαζί με αυτή εναντίον των Ελλήνων είναι τα πρώτα μαζικά εγκλήματα του 20ου αιώνα. Ατιμώρητα, χωρίς κάθαρση, χωρίς Νέμεση. 
Αυτό που δεν έπραξε η διεθνής κοινότητα, το πράττουν οι λαοί, όπως ο  Αρμενικός ο οποίος έχει αντιληφθεί εδώ και δεκαετίες το χρέος του. Μεγάλο, ιστορικό, ανθρώπινο, ηθικό, πολιτικό.

Η εμπειρία μου με τους Αρμένιους συναθλητές, συναγωνιστές στο διεθνή αγώνα αναγνώρισης απέναντι στην άρνηση της Τουρκίας και την υπονόμευση των θλιβερών συνοδοιπόρων της, είναι συγκινητική. Για αυτό τέτοια ημέρα, την 24η Απριλίου όπου οι Αρμένιοι και όλοι οι συναγωνιστές τους τιμούν τη Μνήμη των θυμάτων, οφείλουμε να συνεχίσουμε την πορεία αλήθειας και ιστορίας. 

Προσωπικώς θα πρέπει να ευχαριστήσω τη Δημοκρατία της Αρμενίας,  όπως και την Αρμενική Εθνική Επιτροπή Ελλάδας, που μου έχει δώσει τη δυνατότητα, πολλές φορές, να είμαι μαζί τους στο δίκαιο αγώνα. Είναι τιμή αλλά και μεγάλο χρέος για έναν Έλληνα να βρίσκεται και να μιλά  στο Γερεβάν, στην Αρμενική πρωτεύουσα, στο Μουσείο της Γενοκτονίας, να φυτεύει ένα δέντρο  και να ακουμπά ένα άνθος  στο μνημείο της Γενοκτονίας, να κάνει την ίδια πορεία μαζί με εκατοντάδες άλλες Αρμένιους. Με ανάλογες πράξεις μπορεί ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος να νιώσει πολλά. Συναισθήματα που οι δολοφόνοι Νεότουρκοι και Κεμαλικοί θέλησαν μαζί με τους ανθρώπους να τα εξαφανίσουν. 

Επίσης,  οφείλω να ευχαριστήσω το Κοινοβούλιο της Αρμενίας για την  αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων, για την οποία σε  μετάφραση της Τεχμινέ Μαρτογιάν του Μουσείο- Μνημείου της Γενοκτονίας, έγραψα το βιβλίο στην Αρμενική γλώσσα. Η αναγνώριση ήταν μία σημαντική και αναγκαία κίνηση, τώρα μπορούμε να βαδίσουμε με άλλη δυναμική. 

Το ζήτημα της μαζικής δολοφονίας των Αρμενίων- είμαι ένας απόγονος των διασωθέντων του Ελληνικού Ολοκαυτώματος-  μας αφορά πλέον όλους.  Αρμένιους, Ασσύριους, Έλληνες, όλη την Οικουμένη.  Και  επειδή είναι ένα πανανθρώπινο αίτημα, θα λάβει σύντομα τη θέση που του αξίζει στην ανθρώπινη  και πολιτική ιστορία. Αναγνώρισης, δικαίωσης, αποκατάστασης, επανόρθωσης. Μετά τη Σταύρωση έρχεται η Ανάσταση, μετά το σκοτάδι το φως, μετά τη δολοφονία,  η αναγέννηση.






Η μαρτυρία για τη Γενοκτονία που έγινε ταινία 

Η Ορόρα (ή Αουρόρα) Μαρντιγκανιάν (Aurora Mardiganian) ήταν η αυτόπτης μάρτυρας που διηγήθηκε όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια της και όσα έζησε όταν τη συνέλαβαν οι Τούρκοι.  Η κοπέλα ήταν τότε 14 ετών και η εύπορη οικογένειά της ζούσε στο Χαρπούτ, δολοφονήθηκε. Μόνο αυτή επέζησε.  Συνελήφθη και μαζί με άλλες κρατούμενες εξαναγκάστηκαν σε πεζοπορία περίπου 1.400 μιλιών, μέχρι να φτάσουν στα σκλαβοπάζαρα για να την πουλήσουν σε κάποιο χαρέμι.  Η Ορόρα κατάφερε να αποδράσει και διέφυγε στην Τιφλίδα, μετά στην Αγία Πετρούπολη, στο Όσλο και μετά από μια συγκλονιστική περιπέτεια κατέληξε στη Νέα Υόρκη. Εκεί γνωρίστηκε με ένα νεαρό σεναριογράφο, ο οποίος τη βοήθησε να καταγράψει όσα έζησε και η διήγησή της έγινε σενάριο ταινίας η «Auction of Souls»

Τα γυρίσματα έγιναν τα το 1918-1919 στην Καλιφόρνια και η Ορόρα έπαιξε στην ταινία, ενσαρκώνοντας τον εαυτό της. 
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων χτύπησε στον αστράγαλο, με αποτέλεσμα να την κουβαλάνε στα χέρια, προκειμένου να γυρίσει τις υπόλοιπες σκηνές.  Όπως δημοσίευσαν οι New York Times, στο πρώτο μέρος της ταινίας φαίνεται πώς ήταν η Αρμενία πριν από τη γενοκτονία και πώς έγινε μετά.  Η ταινία σήμερα δεν σώζεται ολόκληρη, αλλά μόνο ένα μέρος της. 

Η φωτογραφία με τις σταυρωμένες γυναίκες είναι η δραματοποίηση για της ανάγκες της ταινίας του 1919. Η πραγματικότητα ήταν χειρότερη.  Όπως ανέφερε η κοπέλα, ο τρόπος με τον οποίο συνήθιζαν οι Οθωμανοί να σκοτώνουν δεν ήταν η σταύρωση, αλλά το παλούκωμα, η τοποθέτηση μυτερών ξύλινων πασσάλων μέσα στον κόλπο των γυναικών (ανασκολοπισμός), αφού πρώτα τις βίαζαν.